- βήχας
- Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β. προκαλείται συνήθως από ερεθίσματα που δρουν στον βλεννογόνο του λάρυγγα ή άλλων περιοχών του αναπνευστικού συστήματος. Τα ερεθίσματα αυτά φτάνουν στο κέντρο του β. που βρίσκεται στον προμήκη μυελό, το διεγείρουν και το κάνουν να εκπέμπει κινητικά ερεθίσματα προς τους μυς της γλωττίδας και της αναπνοής. Ο β. αποτελεί συνήθως σύμπτωμα πάθησης του αναπνευστικού συστήματος, ενδέχεται όμως να παρουσιαστεί και σε παθήσεις των αφτιών, της καρδιάς, του στομάχου, της μήτρας κ.ά.· μπορεί να είναι παραγωγικός (υγρός) ή ξηρός, ανάλογα με το εάν συνοδεύεται ή όχι με αποβολή εκκριμάτων (απόχρεμψης). Εάν συνυπάρχει στένωση του λάρυγγα, ο β. αποκτά χαρακτήρα υλακώδη, πλήθος όμως παραγόντων προσδίδουν στον β. την ποικιλία των χαρακτηριστικών του. Επίμονος β. μπορεί να προκαλέσει και εμετό.
Τα φάρμακα που δρουν κατά των συμπτωμάτων του β. ονομάζονται αντιβηχικά· τα πιο σημαντικά από αυτά είναι η κωδεΐνη και μερικά παράγωγά της. Στο εμπόριο προσφέρονται φάρμακα διάφορης σύνθεσης.
* * *ο (AM βήξ, βηχός)σπασμωδική εμπνοή αέρα από τους πνεύμονες, με χαρακτηριστικό ήχονεοελλ.φρ.1. «κόβω τον βήχα κάποιου» — αποθαρρύνω κάποιον, τον αναγκάζω να σταματήσει τις απαιτήσεις του2. «απορία ψάλτου βηξ» — για ανθρώπους που προσπαθούν αδέξια να κρύψουν την αμάθειά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Όπως άλλα ονόματα που σημαίνουν ασθένεια (πρβλ. λυγξ, φριξ και με διαφορετικό σχηματισμό φαγέδαινα), αρχικά η λ. βηξ εκφράζει το κακό ως δραστική δύναμη, χωρίς και να είναι αναγκαίο να υποθέσει κανείς κάποιο «δαιμόνιο» τον βήχα. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. βηξ πιθ. ανάγεται σε ρίζα *gwākh- / *gūkh- (πρβλ. αγγλ. cough).ΠΑΡ. βηχικόςαρχ.βήσσω, βηχώδης αρχ.-μσν. βηχίον.ΣΥΝΘ. νεοελλ. γαϊδουρόβηχας, κορακόβηχας, ξερόβηχας, σκυλόβηχας, τσιγαρόβηχας].
Dictionary of Greek. 2013.